- εξωτικός
- η и ιά, ό[ν]1) заграничный, иностранный; 2) экзотический;
εξωτική ομορφιά — экзотическая красота;
ιδιότητα τού εξωτικού — экзотика;
3) церк, светский; мирской (уст. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξωτική ομορφιά — экзотическая красота;
ιδιότητα τού εξωτικού — экзотика;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐξωτικός — foreign masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξωτικός — και ξωτικός, ή και ιά, ό (AM ἐξωτικός, ή, όν) αυτός που προέρχεται από το εξωτερικό, ξένος («εξωτικά φυτά») μσν. νεοελλ. 1. ασυνήθιστος, αλλόκοτος 2. ο υπερβολικά όμορφος («εξωτική ομορφιά») 3. το θηλ. ως ουσ. (ε)ξωτικιά και ξωθιά α) νεράιδα β)… … Dictionary of Greek
ἐξωτικῶν — ἐξωτικός foreign fem gen pl ἐξωτικός foreign masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτικόν — ἐξωτικός foreign masc acc sg ἐξωτικός foreign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτικαῖς — ἐξωτικός foreign fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτικοῖς — ἐξωτικός foreign masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτικοί — ἐξωτικός foreign masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτικοῦ — ἐξωτικός foreign masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτικούς — ἐξωτικός foreign masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτικῆς — ἐξωτικός foreign fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτική — ἐξωτικός foreign fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)